παλινδρομικός

παλινδρομικός
-ή, -ό (Α παλινδρομικός, -ή, -όν) [παλίνδρομος]
νεοελλ.
1. αυτός που γίνεται εναλλάξ προς δύο αντίθετες κατευθύνσεις
2. φρ. «παλινδρομική κίνηση»
(φυσ.-τεχνολ.) ευθύγραμμη κίνηση ενός υλικού σημείου ή σώματος που γίνεται και επαναλαμβάνεται διαδοχικά προς δύο αντίθετες διευθύνσεις, όπως είναι λ.χ. η κίνηση τού εμβόλου μιας μηχανής
αρχ.
(σχετικά με τη θάλασσα κατά την παλίρροια) αυτός που τρέχει πάλι προς τα πίσω.
επίρρ...
παλινδρομικώς και -ά
προς τα εμπρός και πίσω διαδοχικά.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • παλινδρομικός — παλινδρομικός, ή, ό και παλίνδρομος, η, ο αυτός που κινείται μπρος πίσω: Η κίνηση του εμβόλου είναι παλινδρομική …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παλινδρομικήν — παλινδρομικός recurring fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αεροπλάνο — Αεροσκάφος βαρύτερο από τον αέρα, που διατηρείται σε πτήση χάρη στην αεροδυναμική δράση που ασκείται πάνω στις πτέρυγές του, εξαιτίας της ταχύτητας που τού προσδίδει το σύστημα προώθησης. Υπάρχουν πολλοί τύποι επιβατικών, μεταφορικών και… …   Dictionary of Greek

  • συμπίεση — Δράση που έχει ως αποτέλεσμα τη μείωση του όγκου ενός σώματος, όπως π.χ. ενός όγκου αέριου, ενός στερεού, ενός υγρού, ή ενός πλάσματος, με κατάλληλες μηχανικές ή ηλεκτρομαγνητικές διατάξεις. Η δράση αυτή προκαλεί μια προσέγγιση των μορίων από τα… …   Dictionary of Greek

  • αμφίδρομος — η, ο αυτός που έχει διπλή κατεύθυνση, αυτός που κινείται σε δύο κατευθύνσεις, ο παλινδρομικός: Αμφίδρομη κίνηση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”