- παλινδρομικός
- -ή, -ό (Α παλινδρομικός, -ή, -όν) [παλίνδρομος]νεοελλ.1. αυτός που γίνεται εναλλάξ προς δύο αντίθετες κατευθύνσεις2. φρ. «παλινδρομική κίνηση»(φυσ.-τεχνολ.) ευθύγραμμη κίνηση ενός υλικού σημείου ή σώματος που γίνεται και επαναλαμβάνεται διαδοχικά προς δύο αντίθετες διευθύνσεις, όπως είναι λ.χ. η κίνηση τού εμβόλου μιας μηχανήςαρχ.(σχετικά με τη θάλασσα κατά την παλίρροια) αυτός που τρέχει πάλι προς τα πίσω.επίρρ...παλινδρομικώς και -άπρος τα εμπρός και πίσω διαδοχικά.
Dictionary of Greek. 2013.